Τραίνο φωτιάς τη σιωπηλή την πόλη διασχίζει,
με βλέματα παιδιών τη χρωματίζει..
Τι κι αν ο φόβος θολώνει τους ανθρώπους,
παιδι όλοι υπήρξανε κάποιον καιρό.

Απ'τον μικρό φωταγωγό το φως του μπαίνει
σκορπά ο ήχος του τον ήχο της σιωπής.
Κι η νύχτα, στ'ονειρό της βασιλεύει..
καθώς το τραίνο χάνεται στον ουρανό..

                                                     Ποίηση: Νικόλας Παπανικολόπουλος

Απόσπασμα (7 ) ... Το Πουθενά μου

Έπινα τον καφέ μου μαζί της, μοιραζόμουν τους αναστεναγμούς μου γιατί γνώριζα, με καταλάβαινε, με αγαπούσε. Μα ..

Άλκης:
...μα ήταν αερικό, πάντα απέναντί μου, πάντα πλάι μου και η ευωδιά της ήσαν τόσο έντονη που δεν μπορούσα να δοθώ σε τίποτε άλλο εκτός από κείνη.

Και θύμωνα, και αντιστεκόμουν με την τρέλα του νου γιατί δεν υπήρχε, ήταν ένα αερικό που μόνο στα όνειρα μου θα είχα.
 Είπα να αφεθώ, να παρασυρθώ από εκείνο που το αναφωνούν Συμβιβασμό και νόμισα πως το κατάφερα, μα … μα δεν κατάφερα τίποτα άλλο εκτός από τον μέσα μου θάνατο. Αργά, βασανιστικά, μεθοδικά πέθαινα. Αναθεμάτισα την σιγουριά μου, την σκόρπια μου ψυχή, την άχρηστη καρδιά μου γιατί ο έρωτα δεν χαρίζεται στους φονιάδες κι εγώ τον σκότωσα , τον πέταξα σαν σκόνη στον αέρα και είχα το θράσος να προσδοκώ πως ο άνεμος της αγάπης της θα με κύκλωνε και πάλι με την ζεστασιά του αλλά … αλλά πλάνες προσδοκίες στο στόχαστρο του αδύνατου και άλλες τόσες ουτοπίες του παρανοϊκού νου.
 Έπαιξα όλους τους ρόλους. Του απελπισμένου.
Της μιλούσα, της ψιθύριζα την απόγνωσή μου, με δάκρυα στα μάτια της επιβεβαίωνα τα εύθραυστα όρια μου. Αποζητούσα την προσοχή της, όλη την προσοχή της κι εκείνη πέθαινε μαζί μου, δάκρυζε με την σκοτεινιά της καρδιά μου, καταλάβαινε την απουσία της λογικής και καλούσε τους θεούς της γαλήνης για με. Σιωπούσε και αφουγκραζόταν, θεωρούσε πως έτσι, με ετούτον τον τρόπο θα ξαλάφρωνε το βάρος που με συνέθλιβε αλλά… αλλά μου παραχωρούσε μόνο ένα της κομμάτι κι εγώ εξαγριωνόμουν.
 Την κατηγόρησα, την ταπείνωσα, την έσπρωξα στο χείλος του γκρεμού μα … μα εκείνη έβγαζε φτερά Αγγέλων και αιωρούταν πάνω από το χάος και δυνάμωνε μέσα από την ευθραυστότητα της και μεγάλωνε, και δομούταν πλάσμα θεϊκό, και έλαμπε μες στο σκοτάδι μου, και με τύφλωνε, και με καθιστούσε ανάπηρο.
 Την γνώρισα στο Πουθενά, και σαν άριστος κυνηγός γύρεψα την σάρκα της με κάθε μέσο. Την πλάνεψα, εισχώρησα στο νου της, στα μονοπάτια που φοβόντουσαν να διαβούν οι άλλοι, και  θάρρος πήρα από το θάρρος της και ύψωσα το ανάστημα μου στην άδικη μέχρι τότε Μοίρα μου διεκδικώντας το όνειρο μαζί της.

Ποίηση: Κωνσταντίνα Σανδάλη

Αν είχα κάτι ..

Αν είχα κάτι δοσμένο από τον θεό, κάτι ευλογημένο και μοναδικό ήταν ο κόσμος μου.

Φανταστείτε, να περπατάς και σου μιλούν οι άνεμοι,

να χαμογελάς με τα αστεία των λουλουδιών,



να σου κάνουν ηχηρά νεύματα τα σύννεφα και η λιακάδα να σου μηνύει πως ο θεός έχει συναινέσει με το όνειρο.


Αν είχα κάτι δοσμένο από μένα σε μένα, ήταν η λαχτάρα μου να παραχωρώ ότι καλύτερο είχα, να δομώ ουτοπίες και να πραγματοποιώ, έστω και λίγα «θέλω».

Φαντάζεστε πόσο πονάει η ουτοπία;

Αναλογίζεστε πόσο επώδυνη είναι η διαφορετικότητα;

Διανοείστε πόσο στοιχίζει η ψυχή;

Αν έχω κάτι δοσμένο από τον θεό αυτό είναι η ζωή μου. Αν έχω κάτι χρεωμένο σε με, αυτό είναι η ψυχή μου. Αν κάποτε σταθώ και κοιτάξω πίσω για να δω τι έφτιαξα, θέλω να με δω Τέχνη. Τέχνη βγαλμένη από την ικανότητα που επέδειξα να ζωγραφίσω την ύπαρξη μου σαν πίνακα.. και μετά θα ησυχάσω.
~ Κωνσταντίνα Σανδάλη ~

~Έξω απο το παράθυρό μου~


Έξω απο το παράθυρο μου ουρλιάζει ο Άνεμος
μέσα στο μυαλό μου ξύπνησε πάλι ένας Δαίμονας
που χρόνια τώρα προσπαθώ να κατευνάσω
η Δίψα με καίει
της Ζωής τα μυστικά,
της Αλήθειας τα Πάθη
του Έρωτα το κουφάρι να σέρνω
το Εγώ μου να κρεμώ σε μεθυστικές απρέπειες θυμάμαι
πως να σταθείς στην Λησμονιά μπροστά ακέραιος
τι να πείς στο είδωλο σου που σε κοιτά με απορία
που Χάθηκες
τι έφταιξε,γιατι την Ζωή λαχτάρησα
και άφησα την Νιότη να χαθεί μέσα στης νικημένης Ψυχής μου την ομίχλη
την Αγάπη γύρεψα,
σαν άλλος Σταυροφόρος να κατακτήσω
τον άγιο τόπο της ευτυχίας
με νίκησε η θέληση μου η ίδια
με τσάκησε η καρδιά
και τώρα πως να ησυχάσει πως να παρηγορηθεί
και σε ποιά αγκαλιά να κοιμήσει το δάκρυ.
"Καλυψώ Διακίδη"

"Οταν Κάποτε ο Άνθρωπος θα κάνει μάτ στο μίσος θα έχει κερδίσει την αιωνιότητα....

Κάθε ένας από εμάς..
ένας κρίκος αγάπης και ανθρωπιάς..
αν το αποφασίσουμε.
Ψυχές που λαχταράνε ίδια όνειρα.
Κυνηγούν ίδιες χίμαιρες...
Αποσβολωμένοι κοιτούν το χάος
που φέρνει η προσκόλληση στην ύλη...
στην επιφάνεια...στην οργή.
Άνθρωποι που παλεύουν να κρατήσουν
την ουσία της ύπαρξής τους,
πέρα από ανθρώπινα μέτρα και να αγγίξουν το θεϊκό.
Ποιητές και μονομάχοι
σε μια παρτίδα σκάκι με αντίπαλους δυνατότερους φαινομενικά.
Βασιλιάδες χωρίς θρόνους
Βασίλισσες που πέφτουν μα δεν χάνουν τον πόλεμο..

'Καλυψώ Διακίδη'
Αργοπερπατώντας στον πλανήτη Έρωτα
κατέρρευσα γυμνή,
αφήνοντας ανάσες-χνάρια
για να περπατήσεις.
Ξέχασα πίσω την σκιά μου
και τσαλάκωσα την σάρκα μου.
Μιλούσε μόνο η ψυχή πάνω στα χείλη σου
Άνθιζε και αιμορραγούσε την ίδια στιγμή..

Μισό το πρόσωπο.
μα εγώ αγάπησα ολόκληρη,
την οδύνη και την Τρέλα σου
που στέναζε μαζί με τα λυκόφωτα ρέκβιεμ.

Μην πεις τίποτα..
Όλα στάθηκαν
πριν συναντήσουν το Αιώνιο..
Και η ανάσα πάγωσε,
στην θέα της σπασμένης ορχιδέας..
λίγο πριν γεννηθεί ο πρώτος της ανθός..

"Καλυψώ Διακίδη"

Εμπρός κοιτάζω τ' αναμμένα μου κεριά...................


Του μελλοντος η μερες στεκοντ'εμπροστα μας
σα μια σειρα κερακια αναμενα-
χρυσα, ζεστα, και ζωηρα κερακια.

Οι περασμενες μερες πισω μενουν,
μια θλιβερη γραμμη κεριων σβυσμενων.
Τα πιο κοντα βγαζουν καπνον ακομη,
κρυα κερια, λυωμενα, και κυρτα.

Δεν θελω να τα βλεπω, με λυπει η μορφη των,
και με λυπει το πρωτο φως των να θυμουμαι.
Εμπρος κυτταζω τ'αναμμενα μου κερια.

Δεν θελω να γυρισω να μη διω και φριξω
τι γρηγορα που η σκοτεινη γραμμη μακραινει,
τι γρηγορα που τα σβηστα κερια πληθαινουν.
                                                            "Κ.Π. Καβάφης"

~SpRiNg~

 
  Ρώτησαν την αμυγδαλιά, αν υπάρχει Θεός
και η αμυγδαλιά άνθισε ...
                                                   (Ν. Καζαντζάκης)

Η μνήμη του Έρωτα..

Κι όταν δεν κολυμπάμε ο ένας μέσα στον άλλο...
περπατάμε πάνω στις τρυφερές μας μνήμες..
και αυτό μας κρατά ζωντανούς..
Μια κλωστή ανάμνησης...μια αχτίδα ήλιου.. μια ρωγμή..
μέσα στον χρόνο που πάτησε πάνω στα όνειρα μας...

Κι όταν δεν ταξιδεύει το βλέμμα,
μέσα στο βλέμμα,
έχουμε αφήσει τις αποσκευές μας…
μικρά αγγίγματα..
ένα…σε αγαπώ..
ένα φιλί..
να κάνουν σεργιάνι,
πάνω στα αποτυπώματα
που άφησε ο ιδρώτας..

Οι αναπνοές μας γίνονται ακόμα πιο γρήγορες.
τόσο που μας πνιγούν..
αφήνουμε το σκοτάδι να καλύπτει τις μορφές
που συναντιούνται σε έρημα όνειρα
και τα ανασταίνουν έστω για λίγο..
μέχρι να ανακτήσουμε ξανά την ανάσα μας..
να μπορούμε να ζούμε..
μέχρι το επόμενο…αντίο…

" Καλυψώ Διακίδη"


Γελάω.
Κλαίω.
Ναι.
Ακόμα ζω.
Φοράω κραγιόν.
Και το ρούχο της λαγνείας.
Κοίτα με..
Στα μάτια κοίτα με.
Δεν θα με βρεις,
όσο και να ψάξεις
Κενοτάφιο το βλέμμα.
Τα βλέμματα.
Πλήθος αριθμών, με αρνητικό πρόσημο.

Γελάω.
Κλαίω.
Ακόμα αναπνέω..
Φοράω το ρούχο της μεταμόρφωσης.
Και σέρνω εμένα. .
με εμένα.
Σε τελετές και εξαγνιστικές σφαγές νηπίων .
Νηπίων όνειρα.
Τα όνειρα μου..
Τίποτα γραμμένο.
Τίποτα οριστικό.
Κανένας προορισμός.
Απλές κατευθύνσεις.
Μέσα και άνω.
Με κοιτάς..
Μα δεν με βλέπεις..
Ψυχή μου…
Κοίτα με..
    "Καλυψώ Διακίδη"